- αλλοτριοπραγώ
- ἀλλοτριοπραγῶ (-έω) και ἀλλοτριοπραγμονῶ (Α) [ἀλλοτριοπραγία]1. αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις, πολυπραγμονώ2. κινώ, προκαλώ στάσεις, ταραχές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλοτριοπραγία — ἀλλοτριοπραγία, η (Α) η ανάμιξη σε ξένες υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + πραγία < πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγῶ] … Dictionary of Greek